- διαλόγισμα
- διαλόγ-ισμα, ατος, τό, = sq. 11, in pl., Epicur. Ep.1p.22, 2p.35U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλόγισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίσματα — διαλόγισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)